επημοιβος

επημοιβος
    ἐπημοιβός
    2
    (= ἐπαμοιβός См. επαμοιβος) чередующийся, попеременный, перемежающийся
    

ὀχῆες ἐπημοιβοί Hom. — заходящие друг за друга засовы;

    χιτῶνες ἐπημοιβοί Hom. — сменные (запасные) одежды


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επημοιβος" в других словарях:

  • επημοιβός — ἐπημοιβός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.) 2. επάλληλος, σταυρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής… …   Dictionary of Greek

  • ἐπημοιβοῖς — ἐπημοιβός crossing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπημοιβοί — ἐπημοιβός crossing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπημοιβούς — ἐπημοιβός crossing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»